Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Καθέτως, οριζοντίως, ...ακόμη και πλαγίως: Τα παλαιωμένα

Αφού είχαμε φτάσει ήδη περίπου στα μισά του δρόμου κάναμε ένα διαλειμματάκι προτού περάσουμε στο δεύτερο μέρος των δοκιμών μας όπου θα συνεχίζαμε με παλαιότερες εσοδείες Ξινόμαυρου και μερικά ακόμη κρασιά.

Ξεκινήσαμε το δεύτερο μέρος με τον Πήγασο 2003 του Μαρκοβίτη τον οποίο έχουμε δοκιμάσει πάμπολλες φορές και το τελευταίο διάστημα χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Έτσι και το Σάββατο αυτό δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες μας και ήταν κατώτερος από αυτό που γνωρίζουμε. Το στόμα βέβαια ήταν και πάλι ευχάριστο και ισορροπημένο αλλά η μύτη ήταν αρκετά κουρασμένη και αυτό έβγαινε και στην επίγευση αφήνοντας άσχημη εντύπωση. Τα σκαμπανεβάσματα αυτά αποτελούν ερωτηματικό ακόμη και για τον ίδιο τον οινοπαραγωγό αφού το συγκεκριμένο κρασί δοκιμάζονταν σταθερά καλά μέχρι και πριν λίγους μήνες.

Το 2003 του Θυμιόπουλου, από μία παρτίδα που δεν είχε καταφέρει να γίνει Γη και Ουρανός, ήταν κάπως κλειστό στην μύτη αλλά άνοιγε δειλά δειλά. Το στόμα όμως ήταν καταπληκτικό. Έμοιαζε πολύ νεαρότερο από την ηλικία του και είχε μία τρομερή μεταλλικότητα που του έδινε μοναδική φρεσκάδα. Από τις μεγάλες εκπλήξεις της βραδιάς!

Ο Πήγασος του 2001 χαρακτηρίζονταν από φινέτσα, πολύ καλή τανική δομή και διάρκεια στο στόμα. Προσωπικά, από τις ουκ ολίγες φορές που έχω δοκιμάσει το κρασί αυτό, πιστεύω πως την φορά αυτήν δοκιμάζονταν καλύτερα από κάθε άλλη.

Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε με τον Πήγασο του 2000. Εξαιρετικό κρασί που σε κάθε δοκιμή έπιανε υψηλά στάνταρ, αυτήν την φορά έμοιαζε πεθαμένο και απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τα ποτήρια μας. Προφανώς κάτι δεν πήγαινε καλά με την συγκεκριμένη φιάλη.

Σπάζοντας λίγο το "κατεστημένο" των Ξινομαύρων, ενδιάμεσα δοκιμάσαμε και μία Νεμέα Reserve 1998 του Παρπαρούση. Η μύτη ήταν λίγο βαριά αρχικά αλλά στην συνέχεια βελτιώνονταν αισθητά. Το ιδανικό θα ήταν να την βάζαμε σε καράφα αλλά αν το κάναμε αυτό για όλα τα κρασιά που χρειάζονταν καράφα εκείνο το βράδυ, θα γεμίζαμε καράφες και θα ήταν πολύ δύσκολο να ρυθμίσουμε τις θερμοκρασίες. Βολευτήκαμε λοιπόν με τον αερισμό στο ποτήρι μας και παρά τα τερτίπια της μύτης, το στόμα ήταν εξαιρετικό. Οι τανίνες ήταν αρμονικά δεμένες με την οξύτητα και η επίγευση ήταν ατελείωτη. Να λοιπόν που ένα Αγιωργίτικο ήταν από τα κορυφαία τις βραδιάς και φτιαγμένο από έναν Πατρινό οινοπαραγωγό, ήρθε και πούλησε τσαμπουκά μέσα στην Νάουσα!

Επιστρέψαμε στα Ξινόμαυρα και από εκείνο το σημείο και μετά, ουσιαστικά κάναμε κάθετη του κτήματος Μαρκοβίτη. Ο Πήγασος του 1997 ήταν αρκετά κουρασμένος και παρόλο που κρατούσε ακόμη λίγη ζωντάνια στο στόμα, έσβηνε απότομα και δεν ικανοποιούσε.

Έντεκα χρονιές πιο πίσω, στο 1986, το ίδιο κρασί μάγεψε και τους επτά παρευρισκομένους. Η μύτη δεν είχε ίχνος οξείδωσης αλλά ένα φοβερό φρούτο με κυρίαρχο το κράνο. Το στόμα ήταν ακούραστο και δυναμικό με λαχταριστή επίγευση και ήταν η αποθέωση του Ξινόμαυρου της Ναούσης και μία ατράνταχτη απόδειξη πως όταν μιλάμε για Ξινόμαυρο Ναούσης μιλάμε για κρασιά που δεν φοβούνται τον χρόνο. Να σημειώσω πως η φιάλη αυτή ήταν η δεύτερη που ανοίχτηκε διότι η πρώτη είχε πρόβλημα φελλού. Ευτυχώς ο παραγωγός είχε την έμπνευση να φέρει δύο φιάλες και έτσι δεν στερηθήκαμε μία τόσο μεγάλη συγκίνηση.

Οι παραπάνω απόψεις σχετικά με την Νάουσα και την παλαίωση επιβεβαιώθηκαν με μία ακόμη παλαιά φιάλη του ίδιου παραγωγού, αυτήν την φορά από το 1982. Με τρομερά φίνο και καθαρό άρωμα και στόμα που κρατούσε ακόμη σε καλό επίπεδο, δεν έφτανε αυτό του 1986 αλλά ήταν επίσης ένα τρομερό κρασί που η δοκιμή του αποτελούσε εμπειρία για όλους μας.

Κλείσαμε την κάθετη του Πήγασου με το 1981 το οποίο δεν ήταν τόσο καθαρό αρωματικά όσο τα δύο προηγούμενα αλλά δεν έπαυε να στέκεται αξιοπρεπώς στο ποτήρι μας παρά τα τριάντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον τρυγητό του.

Πρωτού περάσουμε στα γλυκά για να κλείσουμε την βραδιά, δοκιμάσαμε δύο ακόμη νεαρότερα κόκκινα τα οποία όμως μετά από όλα αυτά τα διαμάντια που δοκιμάσαμε νωρίτερα αδικήθηκαν και δεν μπόρεσαν να κριθούν δίκαια.

To πρώτο από το Clos Ouvert και την ποικιλία Pais είναι ένα εξαιρετικό κρασί από την Χιλή και για μένα προσωπικά είναι ότι καλύτερο έχω δοκιμάσει από αυτήν την χώρα και ίσως από όλο τον νέο κόσμο. Δυστυχώς την βραδιά εκείνη δεν κατάφερα να το εκτιμήσω όπως θα έπρεπε και προτίμησα να μείνω στις εμπειρίες που είχα αποκομίσει στην πρώτη μου γνωριμία με την συγκεκριμένη ετικέτα πριν δύο χρόνια.

Το ίδιο ισχύει και για το Nebbiolo του Palissero που μετά από όλα τα προηγούμενα δεν μπορούσε να δείξει και πολλά πράγματα και έτσι δεν κρίθηκε.

Φτάνοντας στα γλυκά, έξι μέρες μετά την δοκιμή Ρίσλιγκ που κάναμε, το ξαναφέραμε στο προσκήνιο δοκιμάζοντας αυτήν την φορά ένα Beerenauslese 2010 από το estate Rosenbaum. Εκφραστικότατο με έντονα αρώματα λεμονανθών και άλλων εσπεριδοειδών και μία εντυπωσιακή μάχη σακχάρων-οξύτητας που δημιουργούσε έκρηξη γεύσεων στο στόμα. Μάλλον δεν θα πάψουμε να δοκιμάζουμε Ρίσλιγκ φέτος το καλοκαίρι!

Για το τελείωμα είχαμε αφήσει δύο γλυκά από τον συνεταιρισμό της Σάμου. To Samos Nektar 2006 και το Samos Anthemis 2004. Το πρώτο έβγαζε πολύ έντονα αρώματα καραμέλας και θύμιζε creme brulée αλλά όπως και το δεύτερο ήταν πολύ βαρύ και μετά από όλα αυτά που είχαμε δοκιμάσει και είχαμε φάει ήταν πολύ κουραστικό να δοκιμάζει κανείς κάτι με τόσο μεγάλη περιεκτικότητα σακχάρων. Πόσο μάλλον όταν νωρίτερα είχαμε δοκιμάσει ένα τόσο δορσιστικό Riesling που έκλεψε την παράσταση. Είναι γνωστό πως ο συνεταιρισμός του νησιού κάνει πολύ προσεγμένη δουλειά και οι συνθήκες δεν μας επέτρεψαν να εκτιμήσουμε τα δύο αυτά κρασιά όπως τους αρμόζει.

Όπως και να έχει πάντως, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των κρασιών που δοκιμάστηκαν, τις σπανιότητας αρκετών εξ αυτών και του ενδιαφέροντος που παρουσίασαν οι σχολιασμοί που έγιναν πάνω σε ότι δοκιμάστηκε, η δοκιμή αυτή ήταν μάλλον από τις καλύτερες του φετινού καλοκαιριού.
Που να φθινοπωριάσει δηλαδή, να σφίξουν λίγο τα κρύα και να αρχίσουν να ανάβουν και τα τζάκια!
Έχει να πέσει πολύ πολύ Ξινόμαυρο!



(φωτογραφίες μηδέν, ήμασταν πολύ απορροφημένοι για να τραβάμε!)

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Καθέτως, οριζοντίως, ...ακόμη και πλαγίως: Τα νεαρά

Ο Ιούλιος, όπως και ο Αύγουστος είναι πάντα μήνας ζεστός και δύσκολος για τα κόκκινα κρασιά. Με εξαίρεση φέτος που κατά παράδοξο τρόπο η ζήτηση για κόκκινα κρασιά δεν μειώθηκε αισθητά, τους καλοκαιρινούς μήνες τα λευκά κερδίζουν το μερίδιο του λέοντος στην κατανάλωση.
Εμείς εδώ στην Νάουσα λύνουμε το πρόβλημα της ζέστης πολύ απλά ανεβαίνοντας στο βουνό όπου οι συνθήκες σηκώνουν κόκκινο κρασί και έτσι απολαμβάνουμε τα αγαπημένα μας Ξινομαυρα χωρίς πρόβλημα κάθε στιγμή του χρόνου. Έτσι λοιπόν και το Σάββατο στην ταβέρνα "Χάραμα" στο Αρκοχώρι κάναμε μία μεγάλη δοκιμή οι οποία περιλάμβανε πάνω από είκοσι κρασιά εκ των οποίων τα δεκαεπτά ήταν κόκκινα.

Ξεκινήσαμε με το Ροζέ του Bruno Clavelier το οποίο είχε μία πολύ διακριτική βοτανική μύτη και έντονη οξύτητα που το έκανε άκρως καλοκαιρινό. Η οξύτητα αυτή όμως χαρακτηρίστηκε από μερικούς ως κουραστική και αν και προσωπικά μου άρεσε, η γνώμη των περισσότερων ήταν πως με λίγη λιγότερη οξύτητα θα παρουσιάζονταν πολύ καλύτερο.

Το Ροζε από Ξινόμαυρο 2010 του Θυμιόπουλου δεν χρειαζεται συστάσεις. Ένα από τα καλύτερα Ελληνικά Ροζέ, τρομερά εκφραστικό με εξαιρετικές οξύτητες, αποδεικνύει τις πολλαπλές δυνατότητες της ποικιλίας. Από τα Ροζέ περάσαμε στα λευκά. Αγνοώ τον λόγο αλλά μου αρέσουν πάντα οι εναλλαγές χωρίς να ακολουθείται η πεπατημένη.

Για ξεκίνημα τεστάραμε τον Σιδερίτη 2003 του Παρπαρούση. Ο παραγωγός υποστηρίζει πως είναι ένα κρασί που δεν αντέχει στο χρόνο αλλά λόγω της υψηλής του οξύτητας υποθέσαμε πως ίσως να μπορούσε να κρατήσει μερικά χρονάκια παραπάνω. Τελικά ο παραγωγός είχε δίκιο αφού το κρασί είχε γεράσει πάρα πολύ και θύμιζε οίνο τύπου Μαδέρα.

Ακολούθησε το Ασύρτικο Αθήρι του Σιγάλα. Το κρασί αυτό δεν φτάνει τα ποιοτικά επίπεδα της κλασσικής Σαντορίνης και στοχεύει σε κάτι πιο ευκολόπιοτο και προσιτό στο ευρύ κοινό. Στην μύτη επικρατούσε ένα ορυκτό άρωμα που θύμιζε πετρέλαιο αλλά χωρίς να πλαισιώνεται από κάποιο άλλο άρωμα και καταντούσε λίγο μονότονο. Τέτοιου είδους ορυκτά αρώματα είναι χαρακτηριστικά της Σαντορίνης αλλά πολλές φορές επισκιάζουν τα υπόλοιπα αρώματα. Στο στόμα ήταν αρκετά δυναμικό αλλά έπεφτε κάπως απότομα με αποτέλεσμα να μας αφήσει συνολικά μέτριες εντυπώσεις.

Ακολούθησε το Jeunes Vignes 2009 του Θυμιόπουλου. Το απλό Ξινόμαυρο από νεαρά κλήματα δηλαδή που στοχεύει σε ένα λιγότερο ψαγμένο κοινό απ'ότι αυτό του Γη και Ουρανός. Πολύ εκφραστική φρουτώδης μύτη με το δαμάσκηνο να κυριαρχεί και να πλαισιώνεται από έντονα ανθώδη αρώματα. Το στόμα είναι αρκετά απαλό για την ηλικία του αλλά σίγουρα χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμη για να εναρμονιστεί σαν σύνολο.

Το Γη και Ουρανός του ίδιου παραγωγού και από την ίδια χρονιά ήταν πολύ διαφορετικό. Το μόνο κοινό σημείο ήταν το έντονο φρούτο της μύτης το οποίο όμως δεν εκφράζονταν με τον ίδιο τρόπο. Το JV είναι ένα κρασί που στα δίνει όλα με την πρώτη. Ανοίγεται χωρίς ενδοιασμό και σου προσφέρει τα πάντα με την πρώτη γνωριμία. Το Γη ξεκινάει πιο διακριτικό και θέλει να παίξεις μαζί του πολύ παραπάνω για να σου δείξει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Έχει πολύ καλύτερη δομή, αρωματικό βάθος και μεγάλη διάρκεια στο στόμα. Με λίγα λόγια, το Γη είναι ένα κρασί για μυημένους ενώ το JV είναι για αυτούς που αποζητούν γρήγορες και έντονες απολαύσεις.

Συνεχίσαμε με τον Παλιοκαλιά του 2009 ο οποίος κυκλοφόρησε νωρίτερα από αυτόν του 2008 λόγο της ετοιμότητάς του. Το 2009 ήταν χρονιά πιο δροσερή και βροχερή από το 2008 και αυτό μεταφράστηκε και στο κρασί. Μην ξεχνάμε πως το Ξινόμαυρο είναι μία κατεξοχήν ποικιλία τερουάρ που "έχει ταλέντο" στο να μεταφράζει τις αλλαγές στις καιρικές συνθήκες. Η μύτη ήταν κάπως κλειστή την βραδιά αυτήν αλλά διέκρινε κανείς άνετα των ανθώδη χαρακτήρα με τις φρουτένιες νότες που αν και κάπως ασυνήθιστη για την ποικιλία αποτελεί χαρακτηριστικό της χρονιάς. Το στόμα ήταν κάπως νεαρό ακόμη αλλά πολύ πιο στρωμένο απ'ότι περιμένει κανείς από ένα τόσο νεαρό Ξινόμαυρο. Σε γενικές γραμμές είναι ένα κρασί που χαρακτηρίζεται από φινέτσα και αέρινο χαρακτήρα.

Ο Παλιοκαλιάς του 2008 έρχεται κάπως πιο δυναμικός. Αν το 2009 είναι θηλυκό τότε το 2008 είναι σίγουρα ένα αρσενικό κρασί. Με αρώματα άλλου τύπου, πιο ώριμα φρούτα και ζωικές νύξεις είναι χωρίς αμφιβολία πολύ πιο πολύπλοκο από τον διάδοχό του. Το στόμα είναι επίσης πιο πλούσιο, έχει καλύτερη τανική δομή και ένταση στο στόμα ενώ εντύπωση προκαλεί η μεταλλικότητα του που θυμίζει αυστηρά εδάφη της Βουργουνδίας όπως αυτό του Latricieres Chambertin. Άλλου τύπου Ξινόμαυρο από αυτό του 2009 που όμως χρειάζεται ακόμη πολύ χρόνο για να δείξει όλες του τις δυνατότητες.

Ακολούθησε το Γη και Ουρανός του 2008. Με πολύ πλούσια αρώματα ωρίμων φρούτων αλλά και γήινα αρώματα που θυμίζουν μεγάλα Nebbiolo η μύτη του ήταν εκπληκτική. Στο στόμα ήταν εξίσου αυστηρό με τον Παλιοκαλιά του '08 και είχε φοβερή τανική δομή που έδειχνε πως το κρασί αυτό βρίσκεται απλά στα πρώτα βήματα της ζωής του και έχει όλο το μέλλον δικό του.

Η δεκάδα των νεαρών κρασιών έκλεισε με την Νάουσα 2007 του Διαμαντάκου. Πολύ εκφραστική μύτη με ανθώδη, τριανταφυλλένιο χαρακτήρα αλλά και ζωικές νότες, φανέρωνε το ανάλαφρο και απαλό στυλ που δίνει το Ξινόμαυρο στο Μαντέμι. Το ίδιο έκανε και το στόμα με τις μαλακές τανίνες του.

Κάνοντας μία παρένθεση θα αναφέρω πως την αμέσως επόμενη μέρα δοκιμάσαμε σε φιάλη Jeroboam(3L) την Νάουσα του ίδιου παραγωγού από το 2006. Κινούνταν πάνω κάτω στα ίδια χαρακτηριστικά, είχε εξίσου έντονο χρώμα με αυτό του 2007 αλλά είχε ένα επίμονο άρωμα φράουλας ασυνήθιστο για Ξινόμαυρο. Σε αντίθεση όμως με το 2007 που όσο περνούσε η ώρα έπεφτε κάπως, το 2006, ίσως και λόγω φιάλης, από την στιγμή που ανοίχτηκε βελτιώνονταν ασταμάτητα.

Η όλη δοκιμή είχε πάντως πολύ ενδιαφέρον αφού συγκρίναμε διαφορετικά αμπελοτόπια κατεβαίνοντας αργά αργά τις χρονιές και αναλύοντας σχολαστικά ότι δοκιμάζαμε.
Η συνέχεια θα παρέλειπε τρεις χρονιές και θα φτάναμε κατευθείαν στο 2003 φτάνοντας μέχρι και το 1981...



Η φωτογραφία του Ροζέ Ξινόμαυρου είναι από το Genius in Gastronomie

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Matassa Blanc και Verduno Basadone

Σάββατο μεσημέρι μιας σχετικά ζεστής μέρας του Ιουλίου. Ένα ελαφρύ αεράκι, μερικοί καλοί φίλοι, ο "μέγας σεφ" Άρης να ετοιμάζει το γεύμα στην κουζίνα και εγώ στην κάβα να διαλέγω το κρασί που θα μας συνοδέψει.

Με μία γρήγορη σκέψη, ένα μεταλλικό λευκό να μας δροσίσει με τις οξύτητές του και ένα ανάλαφρο κόκκινο για να συνοδέψει την κόκκινη σάλτσα χωρίς να μας κουράσει θα ήταν ότι πρέπει για την περίσταση. Δε χρειάστηκε και πολύ για να αποφασίσω. Ένα Macabeu - Grenache Blanc από το Matassa και ένα κόκκινο από το Πιεμόντε θα ταίριαζαν γάντι στις παραπάνω προδιαγραφές.

Το πρώτο, με ίσο ποσοστό από τις δύο ποικιλίες, έδινε αρχικά μία αίσθηση οξείδωσης, αποτέλεσμα των δεκατεσσάρων μηνών που παραμένει σε βαρέλι και την σχεδόν μηδαμινή προσθήκη θειώδους. Πολύ γρήγορα όμως έδειχνε τον αληθινό του εαυτό. Ένα σπάνιο αρωματικό μείγμα μελιού και λεμονιού με μεταλλικές νότες που όσο έμενε στο ποτήρι τόσο πιο ενδιαφέρον γινότανε. Στο στόμα είχε μία σταθερή ένταση και ζωντάνια που έδειχνε την δύναμη που του προσδίδουν τα ζόρικα σχιστοειδή εδάφη των Πυρηναίων. Παρά τον δυναμισμό αυτόν, η δροσερή ορυκτότητά του το έκανε ανάλαφρο και ευκολόπιοτο και εξαφανίστηκε από τα ποτήρια μας σε χρόνο ρεκόρ.

Το Domaine Matassa βρίσκεται στα Πυρηναία, στην γαλλική πλευρά της Καταλονίας. Εξού και η ένδειξη "Vin de Pays de Cotes Catalanes" που σημαίνει τοπικός οίνος των καταλανικών πλαγιών. Η γνωριμία μου με τον Νεοζηλανδό ιδιοκτήτη Tom Lubbe έγινε το 2009 όταν εργαζόμουν στην περιοχή. Οι αμπελώνες του κτήματος βρίσκονται σε βιοδυναμική καλλιέργεια και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι κοντά στον ένα αιώνα. Στην οινοποίηση γίνεται "φυσική" προσέγγιση με ενδογενείς ζύμες και ελάχιστα θειώδη ακολουθώντας την φιλοσοφία του πεθερού του Τομ που δεν είναι άλλος από τον Gerard Gauby του ομώνυμου κτήματος.

Το Πιεμοντέζικο κόκκινο που ακολούθησε, σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς δεν ήταν Nebbiolo αλλά μία σπάνια ποικιλία από την περιοχή του Cuneo με το όνομα Pelaverga Picollo. Παραγωγός της το Castello di Verduno και χρονιά το 2007. Η συγκεκριμένη ετικέτα ονομάζεται Verduno "Basadone" που στα Ιταλικά μεταφράζεται ως "γυναίκα που φιλάει" και στην Πιεμοντέζικη παράδοση η ποικιλία αυτή θεωρείται αφροδισιακή.

Την φιάλη αυτή την είχα αποκτήσει στο ταξίδι μου στην περιοχή το 2009 και θυμόμουν πως ήταν ένα κρασί που είναι ευχάριστο αλλά δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο όπως το Nebbiolo.
Σερβίροντάς το μάλιστα και βλέποντας πως είχε ένα θολό κεραμιδί χρώμα θεώρησα πως ήταν πλέον αργά για το κρασί αυτό.

Έλα όμως που το χρώμα δεν λέει πάντα την αλήθεια. Ένας εκπληκτικός συνδυασμός λεπτών αλλά πολύπλοκων αρωμάτων έρχονταν στην μύτη μας το ένα μετά το άλλο. Πικάντικα αρώματα, βοτανικά αρώματα, γήινα αρώματα, όλα πολύ καθαρά αλληλοσυμπληρώνονταν σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο μπουκέτο. Στο στόμα ήταν βελούδινο, πολύ γευστικό με τελείωμα που θύμιζε πραγματικά μία γυναίκα που φιλάει! Περίμενα πως αυτό το κρασί θα μας άρεσε αρκετά αλλά δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση τόσο πολύπλοκο και ενδιαφέρον.

Με αυτές τις δύο εξαιρετικές επιλογές λοιπόν το μεσημεράκι μας κύλησε ευχάριστα και κάναμε και την κατάλληλη προθέρμανση για τα πάνω από είκοσι κρασιά που σκοπεύαμε να δοκιμάσουμε το βράδυ της ίδιας ημέρας...